στέκω, ρ. [<μσν. στέκω <μτγν. (ἑ)στήκω, από το ἕστηκα, παρακ. του ἵσταμαι], στέκομαι. 1. σταματώ, παύω να προχωρώ: «τι στέκεις μες το δρόμο!». 2. είμαι όρθιος: «τι στέκεις εκεί μια ώρα και δεν κάθεσαι!». 3. στο γ΄ εν. πρόσ. και σε ερωτηματικό τύπο στέκει; είναι σωστό; δίκαιο; πρέπον, αρμόζει, ταιριάζει(;): «στέκει ν’ αντιμιλάς στους γονείς σου; || στέκει, επιστήμονας άνθρωπος, να μπεκρουλιάζει στις ταβέρνες;»· βλ. και λ. στέκομαι·
- δε μου στέκει καλά, βλ. λ. καλός·
- δε στέκει, (απρόσ.) βλ. φρ. δε στέκεται, λ. στέκομαι·
- δε στέκει καλά, βλ. λ. καλός·
- δε στέκει καλά στα μυαλά του, βλ. λ. μυαλό·
- στέκει καλά, βλ. λ. καλός·
- στέκω αλά γάμπια, βλ. λ. γάμπια·
- στέκω αλά κάπα, βλ. λ. αλά.