σταφύλι, το, ουσ. [<μσν. σταφύλιν <μτγν. σταφύλιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σταφυλή], το σταφύλι·
- απ’ τα σύκα ως τα σταφύλια, βλ. λ. σύκο·
- ζήσε Μάη (μου) να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι ή ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι, βλ. λ. τριφύλλι·
- κρέμονται σαν σταφύλια ή κρέμονται σαν τα σταφύλια, λέγεται για πολλά ομοειδή πράγματα ή για πλήθος ατόμων που βρίσκονται κάπου συγκεντρωμένα με τον τρόπο που είναι και οι ρώγες του σταφυλιού: «οι χάντρες κρέμονταν απ’ το ταβάνι σαν τα σταφύλια || στα χρόνια μου οι πιτσιρικάδες κρέμονταν σαν σταφύλια, όταν έκαναν σκαλωμαρία στις ουρές των τραμ». Συνών. κρέμονται σαν τσαμπιά ή κρέμονται σαν τα τσαμπιά· 
- πατάει σταφύλια, α. (ειρωνικά για ποδοσφαιριστές) είναι πολύ κακός παίχτης, είναι άσχετος με το άθλημα: «κάναμε πολύ άστοχη μεταγραφή, γιατί ο παίχτης που πήραμε για το κέντρο πατάει σταφύλια». β. (ειρωνικά, ειδικά για λαϊκούς χορευτές), χοροπηδάει εντελώς εκτός ρυθμού, είναι πολύ άσχετος με το χορό που χορεύει: «κάποια στιγμή σηκώθηκε να χορέψει ζεϊμπέκικο ένας φλώρος και μου ’ρθε να τον κατεβάσω απ’ την πίστα, γιατί πατούσε σταφύλια ο άσχετος»·
- περσινά ξινά σταφύλια, λέγεται για παλιές υποθέσεις που έχουν πάψει πια να μας απασχολούν ή να μας ενδιαφέρουν: «δε με νοιάζει τι έγινε τότε, γιατί περσινά ξινά σταφύλια»·
- φίλοι φίλοι, αλλά δεν τρώμε απ’ το ίδιο το σταφύλι, βλ. λ. φίλος.