σπόρος, ο, ουσ. [<αρχ. σπόρος], ο σπόρος. 1. το σπέρμα του άντρα (καθώς και των αρσενικών ζώων): «έχει τόσο δυνατό σπέρμα αυτός ο άντρας, που, και στη γη να το ρίξει, παιδί θα βγάλει». 2. το παιδί, ο απόγονος: «αυτός ο πιτσιρικάς που βλέπεις, είναι σπόρος μου». 3. έξυπνο, παμπόνηρο μικρό παιδί: «αυτός ο σπόρος από τώρα δείχνει πως θα πάει μπροστά, όταν μεγαλώσει». 4α. άνθρωπος πολύ μικρόσωμος: «μην τον βλέπεις έτσι σπόρο, γιατί έχει ένα παλαμάρι να!». β. κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «αν είναι δυνατόν να καταδεχτώ ποτέ να συγκριθώ μ’ αυτόν το σπόρο!». 5. οτιδήποτε αποτελεί την αφετηρία, το αρχικό στοιχείο από το οποίο δημιουργείται κάτι σημαντικό, θετικό ή αρνητικό: «οι πύρινοι λόγοι του Ρήγα Φερραίου υπήρξαν ο σπόρος για τον ξεσηκωμό του γένους || ο σπόρος της διχόνοιας ανάμεσα στους πολιτικούς έφερε τη Μικρασιατική Καταστροφή». 6. ειρωνική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε μικρό παιδί: «μην μπερδεύεσαι συνέχεια μες στα πόδια μου, ρε σπόρε!». Υποκορ. σποράκι, το.