σπόρια, τα, ουσ. [<σπόρος + κατάλ. -ια]. 1. οι σπόροι της κολοκυθιάς και του ηλίανθου που τρώγονται, αφού πρώτα ψηθούν και αλατιστούν: «καθόταν στην παραλία κι έτρωγε σπόρια». 2. στον πλ. τα σπόρια, το σύνολο των παιδιών, ιδίως των μικρών σε ηλικία, ενός ζευγαριού, μιας οικογένειας: «πήρε ο άντρας μου τα σπόρια μας και τα πήγε στα λούνα παρκ»·
- είναι για μένα σπόρια, είναι πανεύκολο για μένα: «αυτό που μου βάζεις να κάνω, είναι για μένα σπόρια». Από την εικόνα του ανθρώπου που τρώει τα σπόρια με μεγάλη ευκολία·
- μοιράζει τα χρόνια σαν σπόρια, (στη γλώσσα της αργκό για δικαστή) είναι πολύ ψυχρός σαν άνθρωπος και ρίχνει με μεγάλη ευκολία βαριές ποινές: «τα χρειάστηκα, μόλις είδα να προεδρεύει ο τάδε δικαστής, γιατί ήταν σε όλους μας γνωστό πως μοιράζει τα χρόνια σαν σπόρια». Συνών. μοιράζει τα χρόνια σαν στραγάλια·
- πουλιέται σαν σπόρια, (για προϊόντα) βλ. φρ. φεύγει σαν σπόρια·
- σαν να ’ναι σπόρια, με μεγάλη ευκολία, ασύδοτα: «μοιράζει τα δώρα σαν να ’ναι σπόρια». (Λαϊκό τραγούδι: πετάς τα τάλιρα σαν να είναι σπόρια. Αχ. Και να υπήρχανε κι άλλα τέτοια αγόρια
- σπόρια τρώμε; α. νομίζεις ότι μπορείς να με ξεγελάσεις; Από την εικόνα του ανθρώπου που, όταν τρώει σπόρια, έχει το μυαλό του σε αυτό που κάνει και είναι αφηρημένος. β. νομίζεις ότι δεν είμαι άξιος να κάνω αυτό που λες; Από την εικόνα του ανθρώπου που, όταν τρώει σπόρια, δεν κάνει τίποτα άλλο, μέχρι να τα τελειώσει. Συνήθως η φρ. πιο ολοκληρωμένη: εμείς τι κάνουμε, σπόρια τρώμε(;)·
- φεύγει σαν σπόρια, α. (για προϊόντα) έχει μεγάλη ζήτηση, πουλιέται με μεγάλη ευκολία: «έριξα ένα νέο είδος στην αγορά, που φεύγει σαν σπόρια». β. (για δουλειές) εξελίσσεται χωρίς καμιά δυσκολία, πανεύκολα: «είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί η δουλειά που ανέλαβα φεύγει σαν σπόρια». Από το ότι παρατηρείται, όταν κάποιος τρώει σπόρια, δεν ησυχάζει, αν δεν τα φάει όλα, γιατί, καθώς είναι νόστιμα, τρώγονται με μεγάλη ευκολία. Συνών. φεύγει σαν στραγάλια / φεύγει σαν φιστίκια / φεύγει σαν ψωμί.