σπόρι, το, ουσ. [<μτγν. σπόριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σπόρος], το σπόρι· (στη γλώσσα της αργκό) το φυτικό σπέρμα του χασισόδεντρου. (Λαϊκό τραγούδι: δυο τρία σπόρια φύτεψα στην άκρη στο ποτάμι και πήγαν και τα πήρανε οι μπάτσοι, ρε, και μ’ άφησαν χαρμάνι)· βλ. και λ. σπόρος.