σπιτικό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. σπιτικός], το σπίτι ως κτίσμα, ως χώρος διαμονής, κατοικίας, αλλά και ως οικογένεια, η οικογενειακή εστία: «τον είδα που τραβούσε κατά το σπιτικό του || όλη του η έγνοια κι όλη του η αγάπη είναι το σπιτικό του». (Λαϊκό τραγούδι: πότε θα ’ρθεις, πότε θα ’ρθεις απ’ τη μαύρη ξενιτιά, να χαρεί το σπιτικό μας και η δόλια μας καρδιά
- ανοίγω σπιτικό, παντρεύομαι, δημιουργώ οικογένεια: «είπα να σταματήσω τα γλέντια και τα ξενύχτια, γιατί αποφάσισα ν’ ανοίξω κι εγώ σπιτικό»·
- έλα παππού μου να σου δείξω το σπιτικό σου, βλ. συνηθέστ. έλα παππού μου να σου δείξω πού το ’χ’ η γιαγιά μου, λ. παππούς·
- μεγάλο σπιτικό, οικογένεια της αριστοκρατίας, της πλουτοκρατίας. (Τραγούδι: μια φορά κι έναν καιρό σε μεγάλο σπιτικό, καμαριέρης της κυρίας ήτανε ο Ζαχαρίας και κουμάντο στην κουζίνα έκανε η Αντζουλίνα
- στήνω σπιτικό, βλ. συνηθέστ. ανοίγω σπιτικό.