σπίρτο, το, ουσ. [<ιταλ. spirto <λατιν. spirito]. 1. μικρό ξυλαράκι στη μια άκρη του οποίου υπάρχει εύφλεκτη ύλη, που αναφλέγεται με την τριβή πάνω σε ειδική επιφάνεια: «δώσε μου ένα σπίρτο για ν’ ανάψω το καντήλι». (Λαϊκό τραγούδι: ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ, αυτή η αγάπη στ’ άστρα μ’ ανεβάζει). 2. το πολύ δυνατό οινοπνευματώδες ποτό: «αυτό δεν είναι τσίπουρο, αυτό είναι σπίρτο». 3. το φαρμακευτικό ή φωτιστικό οινόπνευμα: «επειδή ήμουν κρυωμένος, μ’ έκανε η μάνα μου εντριβή με σπίρτο»·
- είναι σπίρτο, α. είναι έξυπνος: «του αναθέτω όλες τις δουλειές μου, γιατί είναι σπίρτο και τον εμπιστεύομαι». β. (ειρωνικά) το εντελώς αντίθετο: «αφού είναι σπίρτο ο άνθρωπος, γιατί τον μαλώνεις, που δεν καταλαβαίνει αυτά που του λες;»·
- είναι σπίρτο αναμμένο, α. είναι πανέξυπνος: «ό,τι δουλειά και να του αναθέσεις, σου την τελειώνει αμέσως, γιατί είναι σπίρτο αναμμένο». β. (ειρωνικά) το εντελώς αντίθετο: «για να καταλάβει κάτι, πρέπει να του το πεις χίλιες φορές, γιατί είναι σπίρτο αναμμένο»·
- είναι σπίρτο μονάχο, βλ. φρ. είναι σπίρτο αναμμένο·
- όποιος παίζει με τα σπίρτα, καίγεται, βλ. φρ. όποιος παίζει με τη φωτιά, καίγεται, λ. φωτιά.