σπίθα, η, ουσ. [<μσν. σπίθα <σπιθίζω (υποχωρητ.)], η σπίθα. 1. το ιδιαίτερο αλλά και το τυχαίο συμβάν που αποτελεί την αρχή, την αφορμή, για να εκδηλωθεί κάτι πολύ σημαντικό: «ο φόνος του φοιτητή υπήρξε η σπίθα για το γενικό ξεσήκωμα της φοιτητικής κοινωνίας κατά του αυταρχικού καθεστώτος || μια χειραψία γνωριμίας αποτέλεσε τη σπίθα του μεγάλου τους έρωτα». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν μια σπίθα στην αρχή και μιας βροχής ψιχάλα κι έγινε η σπίθα πυρκαγιά και πέλαγος η στάλα).2. άνθρωπος δραστήριος, πανέξυπνος: «παρά το νεαρό της ηλικίας του είναι σπίθα ο άτιμος». 3. (ειρωνικά) το εντελώς αντίθετο: «πρέπει να του πεις κάτι πολλές φορές, για να το καταλάβει, γιατί είναι σπίθα ο αφιλότιμος!»· 
- από μικρή σπίθα, γίνεται μεγάλη πυρκαγιά, από μικρή αιτία, από ασήμαντη αφορμή, μπορεί να πάθουμε πολύ μεγάλη ζημιά, μεγάλη συμφορά: «μη νομίζεις πως πρέπει να γίνει κάτι πολύ μεγάλο για να καταστραφείς, γιατί από μικρή σπίθα, γίνεται μεγάλη πυρκαγιά». Συνών. μικρή τρύπα βουλιάζει μεγάλο καράβι·
- βγάζει σπίθες, βλ. φρ. πετάει σπίθες ·
- πετάει σπίθες, α. είναι πανέξυπνος ή κινείται με μεγάλη ταχύτητα, είναι αεικίνητος, πολύ σβέλτος: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις εύκολα αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πετάει σπίθες || όταν έχει πολλή δουλειά, δεν προλαβαίνεις να τον δεις, γιατί πετάει σπίθες». β. (για πράγματα, αντικείμενα) είναι παρά πολύ αξιόλογος, είναι μεγάλης αξίας: «αγόρασα έναν πίνακα ζωγραφικής που πετάει σπίθες». γ. (για μηχανήματα, ιδίως για αυτοκίνητα) είναι πάρα πολύ γρήγορο, αναπτύσσει πολύ μεγάλη ταχύτητα: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο, που δεν προλαβαίνεις να το δεις, γιατί πετάει σπίθες»·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. συνηθέστ. τα μάτια του πετάνε σπίθες, λ. μάτι.