σπέρμα, το, ουσ. [<αρχ. σπέρμα <σπείρω], το σπέρμα. 1. το παιδί, ο απόγονος: «πώς να μην τ’ αγαπάω αυτό το παιδί, αφού είναι σπέρμα μου». 2. το αντρικό σπέρμα, το ψωλόχυμο: «όλο το σεντόνι είχε παντού λεκέδες από σπέρμα»·
- είναι διαβόλου σπέρμα, βλ. λ. διάβολος·
- το σπέρμα του κακού, η αρχική αιτία που κάποια κατάσταση είχε κακή εξέλιξη: «αυτός ο άνθρωπος ήταν το σπέρμα του κακού, που χάλασε την παρέα μας».