αρκαντάν, επίρρ. [<τουρκ. arkadan (= κρυφά, πίσω από την πλάτη)], από πίσω·
- το κάνει αρκαντάν, βλ. φρ. (το) ξηγιέται αρκαντάν·
- (το) ξηγιέται αρκαντάν, α. του αρέσει να υφίσταται τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «μα είναι δυνατόν ένα τόσο ωραίο παιδί να το ξηγιέται αρκαντάν;». β. συνηθίζει να επιβάλλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «απ’ ό,τι ξέρω, το ξηγιέται αρκαντάν»·
- του (της) το ξηγιέμαι αρκαντάν, του (της) επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «κάθε φορά που ξαπλώνω μαζί της, της το ξηγιέμαι αρκαντάν».