σούφρα, η, ουσ. [<μσν. σούφρα <σπάνιο λατιν. su(p)pla <σπάνιο λατιν. supplare <supplicare], 1α. δίπλα, πτυχή, σούρα: «το φόρεμά της στον ποδόγυρο έκανε όλο σούφρες». β. το ζάρωμα, ο μαρασμός του ανθρώπου, ιδίως λόγω κακής διατροφής ή λόγω γηρατειών: «πώς έγινε έτσι σούφρα αυτός ο άνθρωπος!». 2α. (στη γλώσσα της αργκό) η τύχη: «με τέτοια σούφρα πώς να μην κερδίζει συνέχεια!». β. ο σφιγκτήρας του πρωκτού, ο πρωκτός, η έδρα: «είμαι δυσκοίλιος και, κάθε φορά που ενεργούμαι, πονάει η σούφρα μου». γ. το κλέψιμο, η κλεψιά: «ο τάδε έχει γίνει προφέσορας στη σούφρα»·
- άνοιξε η σούφρα μου, α. έχω μεγάλη τύχη, μου έρχονται όλα πολύ ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, άνοιξε η σούφρα μου». β. κερδίζω ασταμάτητα σε χαρτοπαίγνιο: «απ’ την ώρα που κάθισε αυτός ο άνθρωπος δίπλα μου, μου ’φερε τέτοιο γούρι, που άνοιξε η σούφρα μου»·
- έτσι να κάνει η σούφρα σου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου από τον εκκωφαντικό ήχο της εξάτμισης μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου και απευθύνεται στον κάτοχο του τροχοφόρου. Συνών. έτσι να κάνει ο κώλος σου·
- έχω σούφρα, είμαι τυχερός: «δεν έχω παράπονο απ’ τη ζωή μου γιατί σε γενικές γραμμές έχω σούφρα»·
- θα σου ανοίξω τη σούφρα, (απειλητικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακό λόγο για μένα, θα σου ανοίξω τη σούφρα, στο λέω»·
- να, κάνει η σούφρα σου! (και για τα δυο φύλα) επιθυμείς κι εσύ πάρα πολύ να αποκτήσεις αυτό για το οποίο γίνεται λόγος και ας προσποιείσαι τον αδιάφορο: «μη μου πεις τώρα πως δε θέλεις να ’χεις κι εσύ τέτοιο αυτοκίνητο, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω να, κάνει η σούφρα σου!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη να διπλώνει σφιχτά στη βάση του αντίχειρα και να κάνει αλλεπάλληλους σπασμούς υπονοώντας τον πρωκτό. Συνών. να, κάνει ο κώλος σου! / να, κάνει το κωλαράκι σου! / να, κάνει το μουνάκι σου! / να, κάνει το μουνί σου! / να, κάνει το πουλάκι σου! / να, κάνει το πουλί σου(!)·
- τι λέει η σούφρα σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή έτσι όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·
- του (της) άνοιξα τη σούφρα, του (της) επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο και, κατ’ επέκταση, τον (την) τιμώρησα σκληρά: «την είχα όλο το βράδυ στο δωμάτιο και της άνοιξα τη σούφρα || για ένα διάστημα είχε το πάνω χέρι και μου έκανε ό,τι ήθελε, αλλά, όταν γύρισε ο τροχός και πήρα το πάνω χέρι, του άνοιξα κι εγώ τη σούφρα»· 
- του ’κανα τη σούφρα να! του επέβαλα άγρια και επανειλημμένα τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο και, κατ’ επέκταση, τον ξεγέλασα ή τον τιμώρησα πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «πήρε ένα πιτσιρίκι στην γκαρσονιέρα του και του ’κανε τη σούφρα να! || ήθελε να με ρίξει στη συναλλαγή, αλλά την τελευταία στιγμή του πάσαρα σκάρτο πράμα και του ’κανα τη σούφρα να! || τον έπιασα στα χέρια μου και του ’κανα τη σούφρα να, για να μάθει να μη με κατηγορεί όπου βρεθεί και όπου σταθεί!». Συνήθως συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τους δείκτες και τους αντίχειρες των δυο χεριών να ενώνονται σχηματίζοντας κύκλο μπροστά στο ύψος του στομαχιού ή της κοιλιάς, θέλοντας να δείξουν με το σχηματισμό του κύκλου πόσο πολύ κακό έγινε στον πρωκτό του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος.