αριστοκράτης, ο, αριστοκράτισσα, η, ουσ. [<μτγν. ἀριστοκράτης <ἄριστος + κρατῶ (= ισχύω, εξουσιάζω)], ο αριστοκράτης. 1. άνθρωπος ευγενικός, κομψός, πολύ καθώς πρέπει: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο χαίρεσαι να κάνεις παρέα, γιατί είναι αριστοκράτης». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δεν είμαι φιγούρας ματσαράγκας, εγώ είμαι αριστοκράτης μάγκας). 2. ο πλούσιος: «ήρθ’ ένας αριστοκράτης και μας σήκωσε όλο το μαγαζί». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ ’σαι αριστοκράτισσα κι ωραία, με πολλά καράβια στον Περαία). 3α. (ειρωνικά) αυτός που είναι καλομαθημένος, που δεν κάνει τίποτα και περιμένει τα πάντα από τους άλλους, ο καλοπερασάκιας: «για δες τον αριστοκράτη που δε λέει να μας βοηθήσει λιγάκι για να τελειώσουμε μια ώρα αρχύτερα!». β. (ειρωνικά) αυτός που είναι ακατάδεκτος, ψηλομύτης, ο σνομπ: «είναι βλέπεις τόσο αριστοκράτης, που δεν κάνει παρέα με τη φτωχολογιά»·
- έχει φλέβα αριστοκράτη, κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια: «αυτός ο άνθρωπος είναι ο μόνος στην πόλη μας που έχει φλέβα αριστοκράτη». (Λαϊκό τραγούδι: ήμουνα μάγκας μια φορά με φλέβα αριστοκράτη, τώρα θα γίνω δάσκαλος σαν το σοφό Σωκράτη).