άριστα, επίρρ. [<αρχ. ἄριστα]. 1. έξοχα, περίφημα, τέλεια: «όλα πήγαν άριστα». 2. ως ουσ. το άριστα, ο ανώτατος βαθμός με τον οποίο βαθμολογείται κάποιος για τις γνώσεις ή για κάποια επίδοσή του: «αυτός ο καθηγητής σπάνια δίνει το άριστα σε μαθητή»·
- με άριστα το δέκα, βαθμολογώ τις γνώσεις ή την επίδοση κάποιου έχοντας ως ανώτατο βαθμό το δέκα: «με άριστα το δέκα, του ’βαλα οχτώ»·
- παίρνω άριστα, α. ανταποκρίνομαι απόλυτα σε κάποια ή σε κάποιες υποχρεώσεις μου, φέρνω σε αίσιο τέλος κάτι που είχα αναλάβει: «μ’ ό,τι κι αν καταπιαστεί αυτό το παιδί, παίρνει άριστα». β. (για μαθητές, σπουδαστές) έρχομαι πρώτος, αριστεύω, πρωτεύω: «σ’ όλα του τα μαθήματα πήρε άριστα».