σόπινγκ, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. shopping], ιδίως εύχρ. στη φρ. κάνω σόπινγκ, πηγαίνω στην αγορά, στα καταστήματα είτε για να αγοράσω είτε για να περάσω την ώρα μου πηγαίνοντας από μαγαζί σε μαγαζί: «όταν η γυναίκα μου έχει καιρό, παίρνει τη φιλενάδα της και κάνουνε σόπινγκ».