αρεσιά, η, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. αρέσω + κατάλ. -ιά], η αρέσκεια, το γούστο, ιδίως εύχρ. στη φρ. είναι της αρεσιάς μου, (για πρόσωπα ή πράγματα) μου αρέσει, είναι του γούστου μου:«αυτός ο άνθρωπος είναι της αρεσιάς μου || αυτό τ’ αυτοκίνητο είναι της αρεσιάς μου».