σμπόμπα, η, ουσ. [<ιταλ. sbobba], η αδικαιολόγητη απουσία, ιδίως μαθητή από το μάθημά του, η κοπάνα, το σκασιαρχείο: «δεν υπάρχει μαθητής που να μην έχει κάνει σμπόμπα στη μαθητική του ζωή».