αργώ, ρ. [<αρχ. ἀργῶ (= μένω άεργος)], αργώ. 1. καθυστερώ, αργοπορώ να πάω κάπου ή καθυστερώ κάποιον να πάει κάπου: «είχε πολύ κίνηση στο δρόμο κι άργησα να ’ρθω || καθώς ερχόμουν, συνάντησα τον τάδε στο δρόμο και μ’ άργησε». (Λαϊκό τραγούδι: εσούρωσα κι αργήσαμε μα όσο και να φταίω, περπάτα να προλάβουμε το τραμ το τελευταίο). 2. (για θέατρα, κέντρα διασκεδάσεως) δεν εργάζομαι, δε λειτουργώ, μένω κλειστός: «το κέντρο κάθε Τετάρτη αργεί || κάθε Δευτέρα τα θέατρα αργούν». 3. προστακτ. άργα, άργησε: «μπορώ ν’ αργήσω λίγο το πρωί να ’ρθω στη δουλειά; -Άργα»·
- δεν αργεί να…, δε διστάζει να…: «αν του θίξεις την αδερφή του, δεν αργεί να μαλώσει»·
- η καλή δουλειά αργεί να γίνει, βλ. λ. δουλειά·
- ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί, βλ. λ. Θεός·
- όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κοκόρι·
- όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κόκορας·
- όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει, βλ. λ. κέρατο·
- το καλό το πράγμα αργεί να γίνει, βλ. λ. πρά(γ)μα.