σκουληκομυρμηγκότρυπα, η, ουσ. [<σκουλήκι + μυρμήγκι + τρύπα], ιδίως εύχρ. στις φρ. φτου, μέσ’ στη σκουληκομυρμηγκότρυπα! ή φτου, σκουληκομυρμηγκότρυπα!  ή φτου, στη σκουληκομυρμηγκότρυπα! φράσεις δύσκολες στην προφορά που αποτελούν γλωσσοδέτη, αλλά λέγονται χάριν αστεϊσμού και υπό τύπο ξορκιού έλκοντας αυτή τη δυνατότητα από το φτου.