σκόρδο, το, ουσ. [<μτγν. σκόρδον <αρχ. σκόροδον], το σκόρδο. 1. ως ειρωνικό γυμναστικό παράγγελμα σκόρδο!σημαίνει το αριστερό πόδι ή χέρι ή στροφή αριστερά· βλ. και λ. κρεμμύδι. 2. ως συνθηματικό επιφώνημα των παιδιών κατά τη διάρκεια του παιδικού παιχνιδιού κρυφτό, που σήμαινε πως πέρασε πια ο κίνδυνος να ανακαλυφθεί κάποιο κρυμμένο παιδί από το παιδί που τα φυλούσε, γιατί ξαφνικά ακολούθησε αυτό άλλη κατεύθυνση. Αντίθ. κρεμμύδι(!). Υποκορ. σκορδάκι (βλ. λ.)· βλ. και λ. σκόρδα(!)·
- άνοιξαν τα σκόρδα του, απόκτησε αυτοπεποίθηση στη ζωή του και παίρνει πρωτοβουλίες: «κάποτε ήταν πολύ συμμαζεμένος, αλλά μετά από την πρόσφατη επιτυχία του άνοιξαν τα σκόρδα του και τώρα δεν πιάνεται!»·
- αραιά τα σκόρδα να χοντραίνουν, οι σωστές, οι κατάλληλες ενέργειες, φέρνουν το ποθητό αποτέλεσμα: «αν θέλεις να πετύχεις στη ζωή σου, αραιά τα σκόρδα να χοντραίνουν». Από το ότι όταν τα σκόρδα είναι αραιοφυτεμένα,  αναπτύσσονται πιο σωστά·
- ας φάει σκόρδο, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας πληροφορεί πως κάποιο άτομο είναι θυμωμένο μαζί μας. Συνών. ας πιει ξίδι ή ας πιει ξίδι να ξεθυμώσει ή να πιει ξίδι ή να πιει ξίδι να ξεθυμώσει / ας πιει σκορδοστούμπι ή ας πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει ή να πιει σκορδοστούμπι ή να πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει·
- κρεμμύδι σκόρδο! ή σκόρδο κρεμμύδι! βλ. λ. κρεμμύδι·
- ντυμένος σαν σκόρδο, είναι ντυμένος με πολλά και βαριά ρούχα: «κάθε φορά που κάνει κρύο και βγαίνει έξω, είναι  ντυμένος σαν σκόρδο». Από την εικόνα του σκόρδου που το κεφάλι του αποτελείται από σφιχτά μεταξύ ενωμένες σκελίδες. Συνών. ντυμένος σαν κρεμμύδι·
- σκόρδα να ’χει! (για πρόσωπα ή πράγματα) ευχετική έκφραση για αποτροπή βασκανίας: «ο γιος σου έγινε ολόκληρο παλικάρι, σκόρδα να ’χει! || τ’ αυτοκίνητό σου είναι υπέροχο, σκόρδα να ’χει!». Ακόμη και σήμερα στην επαρχία βλέπουμε σε πολλά σπίτια να υπάρχουν κρεμασμένες αρμαθιές σκόρδα, γιατί επικρατεί η αντίληψη πως ο τρόπος αυτός αποτρέπει τη βασκανία, το μάτιασμα και διώχνει το κακό από το σπίτι. Εξάλλου, και στη φιλολογία του κινηματογράφου το σκόρδο αποτελούσε μέσο προστασίας κατά του αιμοδιψούς Δράκουλα·
- σκόρδο και νερό, κάνει τον άνθρωπο γερό, βλ. λ. νερό.