σκίζω κ. σχίζω,  ρ. [<μσν. σκίζω <αρχ. σχίζω], σκίζω. 1. έχω μεγάλες επιτυχίες: «στο φετινό πρωτάθλημα η ομαδάρα μας σκίζει». 2. κάνω μεγάλη εντύπωση: «έσκισες χτες βράδυ στο χορό». 3. ανοίγω δρόμο, διαπερνώ: «η φωνή του έσκισε τον αέρα κι ακούστηκε σ’ όλο το τετράγωνο». 4. προστακτ. σκίσου! ειρωνικό επιφώνημα σε κάποιον που έκλασε. (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- θα σε σκίσω! (απειλητικά) θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν σε πιάσω στα χέρια μου θα σε σκίσω!». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έφαγες, ρε Ερηνάκι, και δεν έχω γεια, μ’ αν σε πιάσω θα σε σκίσω, μα την Παναγιά). Συνών. θα σε γδάρω! / θα σε πνίξω! / θα σε σκίσω! / θα σε σκοτώσω! / θα σε σφάξω(!)·
- θα σε σκίσω σαν σαρδέλα! βλ. λ. σαρδέλα·
- θα σε σκίσω σαν χασέ! βλ. λ. χασές·
- θα σε σκίσω στα δυο! επιτείνει την έκφραση θα σε σκίσω(!)·
- θα σκίσω το πτυχίο μου, βλ. λ. πτυχίο·
- μου σκίζει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- πρόσεχε μη σκίσεις κανένα (κάνα) μάγουλο, βλ. λ. μάγουλο·
- σκίζει η ομάδα, βλ. λ. ομάδα·
- σκίζει τρίχα, βλ. λ. τρίχα·
- σκίζω κώλους, βλ. λ. κώλος·
- σκίζω τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- σκίζω τη γάτα, βλ. λ. γάτα·
- σκίζω χασέδες, βλ. λ. χασές·
- σκίσε τη γάτα, βλ. λ. γάτα·
- την έσκισα, της επέβαλα άγρια και αλλεπάλληλα τη σεξουαλική πράξη: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα μου και την έσκισα»·
- την πέτρα ΄στύβει και την τρίχα σχίζει, βλ. λ. πέτρα·
- της (του) τον έσκισα (ενν. τον κώλο), της (του) επέβαλα άγρια και αλλεπάλληλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «στην αρχή δεν ήθελε, αλλά μόλις τη γύρισα μπρούμυτα, της τον έσκισα»·
- της το ’σκισα (ενν. το μουνί), της επέβαλα άγρια και αλλεπάλληλα τη σεξουαλική πράξη: «την είχα όλο το βράδυ στο δωμάτιο και της το ’σκισα»·
- τον έσκισα, τον κατανίκησα, τον κατατρόπωσα: «τον έπιασα στα χέρια μου και τον έσκισα || παίξαμε τάβλι και τον έσκισα»·
- τον έσκισα σαν σαρδέλα, βλ. λ. σαρδέλα·
- τον έσκισα σαν χασέ, βλ. λ. χασές·
- του (της) έσκισε τα βάρδουλα, βλ. λ. βάρδουλο·
- του (της) έσκισε τα κωλοβάρδουλα, βλ. λ. κωλοβάρδουλο·
- του (της) έσκισε τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- του (της) έσκισε τον πάτο, βλ. λ. πάτος·
- τους σκίσαμε, τους νικήσαμε, τους κατανικήσαμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους σκίσαμε»·
- τους σκίσαμε τα βάρδουλα, βλ. λ. βάρδουλο·
- τους σκίσαμε τα κωλοβάρδουλα, βλ. λ. κωλοβάρδουλο·
- τους σκίσαμε τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- τους σκίσαμε τον πάτο, βλ. λ. πάτος.