σκίζομαι κ. σχίζομαι, ρ. [<σκίζω], σκίζομαι. 1. αγωνίζομαι με πάθος να εξυπηρετήσω κάποιον: «ήμασταν ξένοι στην πόλη του και σκίστηκε ο άνθρωπος, μέχρι να μας βρει ένα ξενοδοχείο». 2. ενδιαφέρομαι απόλυτα για κάποιον ή για κάτι: «απ’ ό,τι ξέρω, σκίζεται γι’ αυτή τη γυναίκα || σκίζεται να μπει κι αυτός στο δημόσιο». (Λαϊκό τραγούδι: μισές τραβάει, ποτήρια σπάει, σκίζεται για μια μελαχρινή, μα στη σούρα του ζητάει και καμιά ξανθή). 3. αγωνίζομαι με πάθος να πετύχω κάτι: «σκίστηκε στο διάβασμα για να πετύχει στο πανεπιστήμιο»·
- σκίζεται η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- σκίζομαι να φωνάζω, βλ. λ. φωνάζω·  
- σκίζομαι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά.