σκάψιμο, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. σκάβω + κατάλ. -ιμο],
το σκάψιμο·
-
σκάψιμο της μπάλας, το τεχνητό χτύπημα της μπάλας που γίνεται με τρόπο
σκαφτό (βλ. λ.): «μ’ ένα σκάψιμο της μπάλας, την πέρασε πάνω απ’ τον αντίπαλό
του και ξεχύθηκε σαν άνεμος προς την αντίπαλη άμυνα».