σκαρτεύω, ρ. [<σκάρτος + κατάλ. -εύω]. 1. συμπεριφέρομαι όχι καθώς πρέπει, συμπεριφέρομαι ανήθικα, πρόστυχα, γίνομαι σκάρτος: «ήταν τόσο καλό παιδί κι είναι ν’ απορεί κανείς πώς σκάρτεψε τόσο απότομα!». 2. κάνω σκάρτο κάτι: «οι πιο πολλές βιομηχανίες σκάρτεψαν τα προϊόντα τους».