σκάβω, ρ. [<έσκαψα, αόρ. του αρχ. ρ. σκάπτω], σκάβω. 1. (ειδικά για δέρμα, ιδίως προσώπου), προκαλώ έντονες ρυτίδες που φαντάζουν σαν χαρακιές: «ο χρόνος και οι κακουχίες έσκαψαν το πρόσωπό του». 2. (για ασθένειες, ταλαιπωρία) προκαλώ ψυχική ή σωματική φθορά στον άνθρωπο: «τόσα χρόνια στη ξενιτιά, έσκαψαν οι πόνοι το κορμί του». (Λαϊκό τραγούδι: ο καθένας άνθρωπος μοιάζει με καράβι, που θαλασσοδέρνεται βράδυ και πρωί. Κι ο βαρύς ο πόνος του το κορμί του σκάβει, ώσπου το λιμάνι του κάποτε να βρει). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- έσκαψε την μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- μου σκάβει το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- σκάβω μόνος το λάκκο μου, βλ. λ. λάκκος·
- σκάβω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. λ. τάφος·
- σκάβω το λάκκο μου, βλ. λ. λάκκος·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. λάκκος·
- σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- σκάβω τον ίδιο μου τον τάφο, βλ. λ. τάφος·
- σκάβω τον τάφο μου, βλ. λ. τάφος·
- σκάβω τον τάφο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. τάφος·
- τι κάνεις, σκάβεις; έκφραση αμφισβήτησης στην περίπτωση που κάποιος μας παραπονιέται ότι κουράζεται πολύ από τη δουλειά που κάνει: «όλο παραπονιέσαι ότι κουράζεσαι, αλλά τι κάνεις, σκάβεις; Σ’ ένα γραφείο κάθεσαι και κάνεις γραφική δουλειά». Από την εντύπωση που έχουν πολλοί πως μόνο η χειρονακτική εργασία κουράζει τον άνθρωπο·
- του σκάβει το λάκκο, βλ. λ. λάκκος·
- του σκάβει τον τάφο, βλ. λ. τάφος·
- του σκάβω την υγεία, βλ. λ. υγεία.