αραμπάς, ο, ουσ. [<τουρκ. araba (= άμαξα)]. 1. δίτροχο ή τετράτροχο μεταφορικό μέσο που το σέρνουν άλογα ή βόδια, το κάρο. (Λαϊκό τραγούδι: αραμπάς περνά σκόνη γίνεται, σήκω το φουστανάκι σου να μη σκονίζεται). 2. (ειρωνικά, υποτιμητικά ή και χαϊδευτικά) το αυτοκίνητο που έχει παλιώσει και δεν μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα: «θα κάνουμε μια μέρα να φτάσουμε στην Αθήνα, αν ξεκινήσουμε μ’ αυτόν τον αραμπά || α, εγώ τον αραμπά μου δεν τον αλλάζω με τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: αραμπάς περνά. Η σατράπισσα που αγάπησα είναι μέσα. Αγκαλιάζεται κι ούτε νοιάζεται η μπαμπέσα!). 3. άνθρωπος αργοκίνητος ή αργόστροφος: «άνοιξε, βρε αραμπά, το βήμα σου να τους προλάβουμε || πόσες φορές πρέπει να στο πως, βρε αραμπά, για να το καταλάβεις». Από το ότι ο αραμπάς, όταν το σέρνουν τα βόδια, κινείται πάρα πολύ αργά. Υποκορ. αραμπαδάκι, το·
- αντί να τρίζει ο αραμπάς, τρίζουν τα κατρακύλια, λέγεται στην περίπτωση που παραπονιέται κάποιος για κάτι που υπομένει ή έχει υποστεί κάποιος άλλος: «εσένα τι σε νοιάζει και διαμαρτύρεσαι αν κουράζομαι μ’ αυτή τη δουλειά που κάνω, γιατί, έτσι όπως το πάμε, αντί να τρίζει ο αραμπάς, τρίζουν τα κατρακύλια». Συνών. αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι· 
- αραμπάς με κατρακύλια, βάσανα που ’χ’ η αγάπη, λέγεται ειρωνικά για κείνους που μιλούν ασυνάρτητα, που λένε ασυναρτησίες: «τι σ’ έλεγε τόση ώρα ο τάδε; -Αραμπάς με κατρακύλια βάσανα που ’χ’ η αγάπη μου ’λεγε».