σινεμασκόπ, το, άκλ. ουσ. [<διεθν. όρος cinemascope], το σινεμασκόπ·
- έχει σινεμασκόπ, λέγεται για μέρος, για τοποθεσία, από όπου μπορεί να κάνει κανείς ανενόχλητος και με μεγάλη άνεση ερωτικό μπανιστήρι, καθώς και αυτό το ίδιο το μπανιστήρι: «ξέρω ένα μέρος που έχει το καλύτερο σινεμασκόπ». Από το ότι, η ταινία που κινηματογραφήθηκε με τη μέθοδο του σινεμασκόπ, προβάλλεται σε πολύ μεγάλη οθόνη, πράγμα που παρομοιάζεται με την άνεση με την οποία κάνει κανείς το μπανιστήρι του.