σιδερικό, το, ουσ. [ουδ. του μσν. επιθ. σιδηρικός]. 1. κομμάτι από σίδερο: «δώσε μου εκείνο το σιδερικό να στερεώσω την πόρτα». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το πιστόλι: «δεν του πάει κανένας κόντρα, γιατί όλοι γνωρίζουν πως κουβαλάει πάντα μαζί του ένα σιδερικό»·
- είναι φορτωμένος σιδερικά, είναι πάνοπλος: «έκαναν ντου στο μαγαζί κι ήταν όλοι τους φορτωμένοι σιδερικά».