αράδα, η, ουσ. [ίσως από το βενετ. arada (= αλετριά)], η αράδα. 1. η αυλακιά που αφήνει το αλέτρι στο χωράφι, καθώς οργώνει: «έχω να σπείρω ακόμα πέντε αράδες». 2α. η σειρά: «τους έβαλε όλους σε μια αράδα και τους άφησε να περιμένουν». β. γραμμή: «μόλις βάλεις σε μια αράδα αυτά τα κιβώτια, θα μπορέσεις να φύγεις». γ. (για γραπτά κείμενα) η τυπωμένη γραμμή: «πόσες αράδες έχει αυτή η σελίδα; || πόσες αράδες έχει η σελίδα του τετραδίου; || πρόσεχε όπως γράφεις, γιατί δεν πρέπει να φεύγουν τα γράμματά σου απ’ την αράδα». 3α. σε θέση επιρρ. στη σειρά: «ήμασταν καθισμένοι αράδα και τον ακούγαμε με ανοιχτό το στόμα». β. συνέχεια, χωρίς διακοπή ή επιλογή, άκριτα και εξακολουθητικά: «έλεγε αράδα βλακείες || παρ’ όλη τη φτώχεια τους γεννούσαν αράδα παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: αχ σουσουράδα σουσουράδα, ψέματα μου λες αράδα). (Ακολουθούν 30 φρ.)·
- αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα (να) πας, βλ. λ. παπάς·
- άνθρωπος της αράδας, βλ. λ. άνθρωπος·
- αφήνω την αράδα, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα·
- αφήνω την αράδα μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα μου·
- βάζω κάποια αράδα ή βάζω σε κάποια αράδα, βλ. φρ. βάζω μια αράδα·
- βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα, α. νοικοκυρεύω, συγυρίζω, ιδίως έναν κλειστό χώρο: «επιτέλους, μπόρεσα να βάλω μια αράδα στα πράγματα του γραφείου μου». β. τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες που είχα, τις βάζω σε μια σειρά, σε μια τάξη: «απ’ τη μέρα που έβαλα τις υποθέσεις μου σε μια αράδα, είμαι πιο ήρεμος». γ. τακτοποιώ τα κακώς κείμενα σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση και την επαναφέρω σε καλή λειτουργία: «είναι διευθυντής με πυγμή κι απ’ την πρώτη μέρα έβαλε σε μια αράδα όλους τους εργαζόμενους μέσα σ’ αυτό το εργοστάσιο». Συνών. βάζω μια γραμμή ή βάζω σε μια γραμμή / βάζω μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά / βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη / βάζω σε μια σειρά και τάξη·
- βάζω στην αράδα (κάποιους ή κάτι), βάζω, τοποθετώ κάποιους τον έναν πίσω από τον άλλον ή κάποια πράγματα το ένα πίσω από το άλλο: «μόλις ήρθαν οι νεοσύλλεκτοι στο στρατόπεδο, τους έβαλε στην αράδα για να τους μετρήσει || έβαλε στην αράδα τα κιβώτια για να μπορέσει ευκολότερα τα ελέγξει το περιεχόμενό τους». Συνών. βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι) / βάζω στη σειρά (κάποιους ή κάτι) / βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι) ή βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι)·
- βγαίνω απ’ την αράδα, βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα: «επειδή μου είχαν τελειώσει τα τσιγάρα, βγήκα απ’ την αράδα και πετάχτηκα μέχρι το περίπτερο». Συνών. βγαίνω απ’ τη γραμμή / βγαίνω απ’ τη σειρά·
- βγαίνω απ’ την αράδα μου, βγαίνω από τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξα στη μεγάλη ζωή και βγήκα απ’ την αράδα μου». Συνών. βγαίνω απ’ τη γραμμή μου / βγαίνω απ’ τη σειρά μου / βγαίνω απ’ την τάξη μου· 
- δεν είναι της αράδας μου, δεν ανήκει στο ίδιο κοινωνικό ή οικονομικό, συνήθως ανώτερο, επίπεδο με το δικό μου: «όποιος δεν είναι της αράδας μου, δεν τον κάνω παρέα». Συνών. δεν είναι της σειράς μου / δεν είναι της τάξης μου·
- δεν έχει αράδα, α. δεν έχει οργάνωση, σύστημα, τάξη στη δουλειά του και γενικά στη ζωή του: «απ’ τη στιγμή που δεν έχει αράδα στη δουλειά του, θ’ αντιμετωπίζει συνέχεια προβλήματα». Συνών. δεν έχει γραμμή / δεν έχει σειρά / δεν έχει τάξη. β. (για το θάνατο) παίρνει ανθρώπους ανεξαρτήτου ηλικίας: «η γιαγιά είναι ενενήντα χρονών και προχτές πέθανε ο εγγονός της που ήταν μόνο είκοσι. -Δεν έχει αράδα, αγόρι μου, ο θάνατος». Συνών. δεν έχει σειρά·
- έχει την αράδα του, είναι οικονομικά τακτοποιημένος, έχει αξιόλογο κοινωνικό κύκλο, είναι νοικοκυρεμένος: «δε θέλει να κάνει άλλες παρέες, γιατί έχει την αράδα του». Συνών. έχει τη γραμμή του / έχει τη σειρά του·
- με την αράδα, ο ένας πίσω από τον άλλον και με ηρεμία, με τάξη: «αν δεν έρθετε με την αράδα, δε θα πάρει κανείς σας εισιτήριο». Συνών. με τη σειρά / με τάξη·
- μπαίνω σε κάποια αράδα, βλ. φρ. μπαίνω σε μια αράδα·
- μπαίνω σε μια αράδα, α. τακτοποιώ, διευθετώ, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, τη δουλειά μου, την εργασία μου: «μόλις μπω σε μια αράδα, θα πάω ένα ταξιδάκι». β. αρχίζω να ζω ήρεμη ζωή: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, μπήκε σε μια αράδα». Συνών. μπαίνω σε μια γραμμή / μπαίνω σε μια σειρά / μπαίνω σε μια τάξη / μπαίνω σε μια σειρά και τάξη ·
- μπαίνω στην αράδα, μπαίνω πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και που περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «μπήκα στην αράδα πίσω απ’ τους άλλους για να βγάλω κι εγώ εισιτήριο». Συνών. μπαίνω στη γραμμή / μπαίνω στη σειρά·
- ξεφεύγω απ’ την αράδα μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα μου·
- παίρνω αράδα ή παίρνω στην αράδα, πηγαίνω, επισκέπτομαι στη σειρά, διαδοχικά διάφορους ανθρώπους, διάφορους χώρους ή σημεία, διάφορα στέκια: «πήρε αράδα γνωστούς και φίλους και τους ζητάει δανεικά || δεν μπορώ κάθε φορά να παίρνω αράδα τα μπαράκια για να σε βρω!». Συνών. παίρνω γραμμή / παίρνω στη σειρά·
- στέκομαι στην αράδα, παίρνω θέση πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και που περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «στεκόμουν στην αράδα μισή ώρα, μέχρι να πάρω το εισιτήριό μου». Συνών. στέκομαι στη γραμμή / στέκομαι στη σειρά·
- στην αράδα, α. ο ένας πίσω από τον άλλον και με ηρεμία, με τάξη: «είδατε τι ωραία που είναι στην αράδα χωρίς φωνές και σπρωξίματα!». β. χωρίς διάκριση: «πήρε στην αράδα φίλους και γνωστούς και τους ζητούσε δανεικά». γ. χωρίς διακοπή: «διάβαζε πέντε μήνες στην αράδα απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ κι όμως δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: και τριγύρω σου οι γάτοι στην αράδα νιαουρίζαν και σε κάνανε καντάδα). Συνών. στη σειρά·
- της αράδας, α. (για πρόσωπα) που δεν είναι ιδιαίτερος, ξεχωριστός, που είναι κοινός, κατώτερης κοινωνικής τάξης, που είναι ανάξιος λόγου: «δικηγόρος της αράδας». β. (για πράγματα) που είναι χωρίς καμιά πρωτοτυπία ή αξία, που είναι κοινό, συνηθισμένο: «αυτοκίνητο της αράδας». Συνών. της σειράς / του σωρού·
- της αράδας μου (σου, του κ.λπ.), του ίδιου κοινωνικού ή οικονομικού, συνήθως ανωτέρου, επιπέδου με το δικό μου: «αφού δεν είσαι της αράδας, μου δεν μπορούμε να κάνουμε παρέα || αφού δεν είναι της αράδας σου, πώς τον κάνεις παρέα;». Συνών. της σειράς μου (σου, του κ.λπ.) / της τάξης μου (σου, του κ.λπ.)·
- τον βγάζω απ’ την αράδα του, τον υποχρεώνω να ενεργεί διαφορετικά από ό,τι είχε προγραμματισμένο, τον αποδιοργανώνω: «είχε το μυαλό του συνέχεια στη δουλειά μέχρι που γνώρισε την τάδε και τον έβγαλε απ’ την αράδα του». Συνών. τον βγάζω απ’ τη γραμμή του / τον βγάζω απ’ τη σειρά του·
- του πήρα την αράδα, τον υποσκέλισα και στάθηκα μπροστά του και πίσω από τους άλλους που περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «πετάχτηκε μέχρι το περίπτερο ν’ αγοράσει τσιγάρα και του πήρα την αράδα». Συνών. του πήρα τη σειρά·
- του ’φαγα την αράδα, τον υποσκέλισα με πονηριά και στάθηκα μπροστά του: «έπιασε κουβέντα μ’ έναν γνωστό του κι εγώ βρήκα την ευκαιρία και του ’φαγα την αράδα». Συνών. του ’φαγα τη σειρά·
- τους βάζω σε κάποια αράδα, βλ. φρ. τους βάζω σε μια αράδα·
- τους βάζω σε μια αράδα, οργανώνω μια ομάδα ανθρώπων έτσι ώστε να δουλέψουν πιο αποδοτικά, να αποδώσουν περισσότερο έργο: «ο καινούριος διευθυντής τους έβαλε όλους σε μια αράδα και η δουλειά πάει ρολόι». Συνών. τους βάζω σε μια γραμμή / τους βάζω σε μια σειρά / τους βάζω σε μια τάξη / τους βάζω σε μια σειρά και τάξη·
- φεύγω απ’ την αράδα, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα·
- φεύγω απ’ την αράδα μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ την αράδα μου·
- χάνω την αράδα μου, α. βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα, και δεν μπορώ να επανακτήσω την ίδια θέση που είχα και προηγουμένως: «πετάχτηκα μέχρι την τουαλέτα κι έχασα την αράδα μου». β. χάνω τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, έχασα την αράδα μου». Συνών. χάνω τη γραμμή μου / χάνω τη σειρά μου.