σηκωμός, ο, ουσ. [<σηκώνω + κατάλ. - μός]. 1. το
ξύπνημα: «με τον πρωινό του σηκωμό έβαλε τις φωνές». 2. η εξέγερση, η
επανάσταση, ο ξεσηκωμός: «ο αέρας του σηκωμού συνεπήρε όλο το έθνος»·
-
δεν έχει σηκωμό, α. δεν εννοεί να ξυπνήσει, είναι αδύνατο να
ξυπνήσει: «ήρθε τα μεσάνυχτα στουπί στο μεθύσι, και τώρα πήγε μεσημέρι και δεν
έχει σηκωμό». β. παρατείνει αδικαιολόγητα την παρουσία του σε κάποιο
χώρο, δεν έχει σκοπό να φύγει από κάπου: «ήρθε το πρωί στο γραφείο μου να μου
πει μια καλημέρα κι από τότε πήγε μεσημέρι και δεν έχει σηκωμό».