σεφτές, ο, ουσ. [<τουρκ. siftah], τα χρήματα που εισπράττονται από την πρώτη πώληση της ημέρας σε μαγαζί: «απ’ το πρωί είμαι χωρίς σεφτέ»·
- έχω καλό σεφτέ, τα χρήματά μου, φέρνουν γούρι στο μαγαζί, όπου πάω και αγοράζω πρώτος: «όλοι στην αγορά με θέλουν πρωί πρωί στο μαγαζί τους, γιατί έχω καλό σεφτέ»·
- κάνω σεφτέ, α. κάνω την πρώτη πώληση της ημέρας και εισπράττω από αυτήν τα πρώτα χρήματα ή είμαι ο πρώτος αγοραστής, αυτός που δίνει τα πρώτα χρήματα στο μαγαζί αγοράζοντας κάτι: «ακόμα δεν άνοιξα το μαγαζί μου κι έκανα σεφτέ || αφού μου ’κανε σεφτέ αυτός ο γρουσούζης, πώς να πάει καλά η μέρα μου! || πήγε έντεκα η ώρα και δεν έκανα ακόμα σεφτέ». (Λαϊκό τραγούδι: κι εκεί που κάνω σεφτέ,το σκάω μάνι μάνι· σύρμα! -φωνάζουν τα παιδιά- έρχονται πολιτσμάνοι!). Συνήθως, οι παλιότεροι, τα πρώτα αυτά χρήματα από την πρώτη πώληση της ημέρας τα έτριβαν συμβολικά πάνω στα γένια τους, για να πολλαπλασιαστούν και να γίνουν όσα ήταν και τα γένια τους. β. αρχίζω να εκτελώ κάποιο έργο: «σήμερα κάναμε σεφτέ στην οικοδομή με τα θεμέλια που ανοίξαμε».