απωθημένο, το, ουσ. [ουδ. μτχ. του ρ. αποθώ], οποιαδήποτε καταπιεσμένη επιθυμία καλή ή κακή· συνήθως στον πλ. τα απωθημένα·
- βγάζω τ’ απωθημένα μου, βρίσκω την ευκαιρία να δώσω διέξοδο, να κάνω κάτι πάρα πολύ, γιατί μου αρέσει ή γιατί προηγουμένως για διάφορους λόγους το είχα στερηθεί πάρα πολύ, εκτονώνομαι: «μόλις γίνω καλά, θα βγάλω τ’ απωθημένα μου στο πιοτό και το ξενύχτι»· βλ. και φρ. του βγάζω τ’ απωθημένα μου·
- έχω απωθημένα, έχω καταπιεσμένες επιθυμίες και, κατ’ επέκταση, έχω παράπονα ή κακίες, επειδή δεν πραγματοποιήθηκαν αυτές οι επιθυμίες μου: «τόσα χρόνια μέσα στη φτώχεια ο άνθρωπος έχει ένα σωρό απωθημένα». (Λαϊκό τραγούδι: μου λες πως δε θέλεις αγάπη από μένα, πως έχεις μαζί μου πολλά απωθημένα
- του βγάζω τ’ απωθημένα, τον βοηθώ να εκδηλώσει τις καταπιεσμένες επιθυμίες του, που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει, τον βοηθώ να εκτονωθεί: «επειδή είναι πολύ φτωχός, τον πήρα ένα βράδυ μαζί μου για να γλεντήσει κι αυτός στα μπουζούκια όπως ο άλλος ο κόσμος, μόνο και μόνο για του βγάλω τ’ απωθημένα»·
- του βγάζω τ’ απωθημένα μου, α. του εκδηλώνω τις κακές μου διαθέσεις, που τις είχα καταπιεσμένες, εκτονώνομαι σε βάρος του: «μόλις τον συναντήσω, θα του βγάλω τ’ απωθημένα μου για τις αδικίες που μ’ έχει κάνει μέχρι τώρα». β. σπάνια αναφέρεται και σε  εκδήλωση καλών διαθέσεων: «μόλις μου τύχουν λεφτά, θα του βγάλω τ’ απωθημένα μου και θα του κάνω ένα μεγάλο δώρο, γιατί συνέχεια με βοηθούσε ο άνθρωπος!»·
- του έχω απωθημένα, τον εχθρεύομαι, θέλω να του κάνω κακό: «μόλις θα βρω την ευκαιρία, θα τον πατήσω κάτω σαν σκουλήκι τον παλιοκερατά, γιατί δυο χρόνια τώρα του έχω απωθημένα».