σεντράρισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. σεντράρω + κατάλ. -μα]. 1. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η εκτέλεση σέντρας: «μετά το σεντράρισμα του τάδε, όλοι οι παίχτες έτρεξαν προς το μέρος που πήγε η μπάλα». 2. η αποπομπή, το διώξιμο κάποιου: «το ’θελε το σεντράρισμά του απ’ την παρέα μας με τις βλακείες που έκανε». Από την εικόνα της μπάλας που απομακρύνεται προς την αντίπαλη πλευρά μετά από το λάκτισμα του παίχτη·
- κάνω σεντράρισμα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. κάνω σέντρα, λ. σέντρα·
- παίρνω σεντράρισμα, με απομακρύνουν, με διώχνουν από μια ομάδα, από μια παρέα ή από τη δουλειά μου: «όποιος δε βαδίζει σύμφωνα με τους κανόνες της παρέας μας, παίρνει σεντράρισμα»·
- του κάνω σεντράρισμα, τον απομακρύνω, τον διώχνω από την ομάδα μου, από την παρέα μου ή από τη δουλειά μου: «όποιος δε δουλεύει σύμφωνα με τις οδηγίες μου, του κάνω σεντράρισμα χωρίς δεύτερο λόγο».