σάρκα, η, ουσ. [<μσν. σάρκα <αρχ. σάρξ], η σάρκα. 1. η υλική υπόσταση του ανθρώπου σε αντιδιαστολή προς τις πνευματικές ή ψυχικές του ιδιότητες. Πρβλ. το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής. 2. το τρυφερό και χυμώδες μέρος των φρούτων, σε αντιδιαστολή προς τον κουκούτσι ή τη φλούδα: «μόλις δάγκασα το γιαρμά, η μυρωδάτη σάρκα του μοσχοβόλησε τον τόπο || στα δικά μας τα χρόνια, η μυρωδάτη σάρκα της ντομάτας, μοσχοβολούσε όλη τη γειτονιά». 3. το σεξουαλικό ένστικτο: «κάθε φορά που έβλεπε αυτή τη γυναίκα, η σάρκα του επαναστατούσε». 4. ο πούτσος, το πέος: «έχει μια σάρκα ο τάδε, που είναι σαν αγγούρι»·
- αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά, (για προγραμματισμούς ή προσπάθειες) αρχίζει να πραγματοποιείται, να υλοποιείται: «έκανε έναν πολύχρονο προγραμματισμό για τη δουλειά που θέλει να στήσει, και τώρα άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά»·
- δίνω σάρκα και οστά (σε κάτι), πραγματοποιώ, υλοποιώ κάτι: «είναι ευτυχισμένος που έδωσε σάρκα και οστά σ’ όλες του τις επιδιώξεις»·
- είναι σάρκα από τη σάρκα μου, είναι κομμάτι από τη σάρκα μου, είναι γέννημά μου, είναι παιδί μου: «εκείνος ο πιτσιρικάς που βλέπεις είναι σάρκα από τη σάρκα μου»·
- με σάρκα και οστά, ο ίδιος, αυτοπροσώπως: «τον είδα, σου λέω, ήταν εδώ στο γραφείο μου με σάρκα και οστά»·
- πήρε σάρκα και οστά, (για προγραμματισμούς ή προσπάθειες) πραγματοποιήθηκε, υλοποιήθηκε: «τ’ όνειρό του ήταν να χτίσει αυτό το εργοστάσιο κι απ’ τη στιγμή που τ’ όνειρό του πήρε σάρκα και οστά, έβαλε το καπελάκι του στραβά»·
- τρώει τις σάρκες του, είναι πολύ εκνευρισμένος, είναι εκτός εαυτού: «δεν είναι κατάλληλη η ώρα να του ζητήσεις τη χάρη που θέλεις, γιατί είναι ώρες κλεισμένος στο γραφείο του και τρώει τις σάρκες του». 
- τρώω απ’ τις σάρκες μου, ζω με αφάνταστες στερήσεις, ζω εκ των ενόντων: «εμένα βρήκες να ζητήσεις λεφτά, που τρώω απ’ τις σάρκες μου;».