σαρακοστιανός, -ή, -ό, επίθ. [<σαρακοστή + κατάλ. -ιανός], σαρακοστιανός. 1. που είναι αδύνατος, κοκαλιάρης: «ωραία κοπέλα, δε λέω, αλλά πολύ σαρακοστιανή, μωρ’ αδερφάκι μου!». Από το ότι, υποτίθεται, αυτός που κρατάει τη θρησκευτική νηστεία κατά την περίοδο της Σαρακοστής, αδυνατίζει. 2. το ουδ. ως ουσ. το σαρακοστιανό και συνήθως στον πλ. τα σαρακοστιανά,(γενικά) τα νηστίσιμα φαγητά: «σε περίοδο νηστείας, στο σπίτι μας τρώμε μόνο σαρακοστιανά». (Λαϊκό τραγούδι: έμπλαστρα πάρτε από μένα ευλογημένα και φτηνά, ένα κοτόπουλο το ένα ή φρέσκα αυγά σημερινά. Μα επειδής εγώ νηστεύω, τα θέλω σαρακοστιανά
- σαρακοστιανό τραπέζι, τραπέζι όπου παρατίθενται νηστίσιμα φαγητά, επειδή αυτοί που κάθονται να φάνε νηστεύουν: «σε όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής η μητέρα έστρωνε σαρακοστιανό τραπέζι».