σάρα, η, ουσ. [<σαρώνω], εύχρ. μόνο στις φρ. η σάρα και η μάρα ή η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα, (υποτιμητικά) άτομα τυχαία, όποια να ’ναι, ιδίως αμφίβολης ηθικής ή κοινωνικής υπόστασης: «δεν πηγαίνει κανένας σ’ αυτό το μαγαζί, γιατί μαζεύεται η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα της περιοχής». Συνών. κάθε καρυδιάς καρύδι.