απόψε, επίρρ. [<μσν. ἀπόψε <μτγν. ἀποψέ <φρ. ἀπ’ ὀψέ (= αργά)], απόψε·
- απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, λέγεται στην περίπτωση που κάποια ανάγκη μας είναι άμεση: «τα λεφτά που μου ζητάς μπορώ να σου τα δώσω σε δέκα μέρες. -Απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ.