σανίδι, το, ουσ. [<μσν. σανίδιν <αρχ. σανίδιον, υποκορ. του ουσ. σανίς], η σανίδα. 1. η σκηνή του θεάτρου και το ίδιο το θέατρο: «αυτός ο ηθοποιός είναι χρόνια στο σανίδι». Από το ότι το πάτωμα της σκηνής κατασκευάζεται από σανίδες. 2. (γενικά) το πάτωμα: «χορεύαμε όλο το βράδυ, μέχρι που πήραν φωτιά τα σανίδια»·
- ανεβάζω στο σανίδι, βλ. συνηθέστ. ανεβάζω στη σκηνή, λ. σκηνή·
- βγαίνω στο σανίδι, γίνομαι ηθοποιός του θεάτρου: «η τάδε ηθοποιός έχει βγει στο σανίδι απ’ τα παιδικά της χρόνια»·
- είναι γερό σανίδι, είναι συνεπέστατος, μας εμπνέει εμπιστοσύνη, μπορούμε να στηριχτούμε με σιγουριά επάνω του: «αφού υποσχέθηκε πως θα σε βοηθήσει, να ’σαι σίγουρος πως δε θα σ’ αφήσει ξεκρέμαστο, γιατί ο άνθρωπος είναι γερό σανίδι». Από την εικόνα του ατόμου που πατάει με σιγουριά και αυτοπεποίθηση επάνω σε ένα γερό σανίδι·
- είναι σάπιο σανίδι, είναι ασυνεπέστατος, δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευθεί, δεν μπορεί κανείς να στηριχτεί επάνω του: «μην υπολογίζεις καθόλου στον τάδε, γιατί είναι σάπιο σανίδι και θα εκτεθείς». Από την εικόνα του ατόμου που πατάει σε σάπιο σανίδι και υποχωρεί κάτω από το βάρος του·
- κοιμάμαι στα σανίδια, περιέρχομαι σε μεγάλη φτώχεια. (Λαϊκό τραγούδι: μου 'φαγες όλα τα δαχτυλίδια και κοιμάμαι τώρα, κοιμάμαι στα σανίδια). Από την εικόνα του ατόμου που είναι τόσο φτωχό, ώστε δεν έχει χρήματα να αγοράσει ούτε κρεβάτι, για να κοιμηθεί·
- πατώ (σε) γερό σανίδι, έχω τα κατάλληλα μέσα ή σίγουρο υποστηρικτή, για να πετύχω κάτι, ή έχω ατράνταχτα επιχειρήματα σε μια συζήτηση: «αυτός δεν ξεκινάει καμιά ενέργειά του, αν δεν πατάει πρώτα σε γερό σανίδι»·
- πατώ (σε) σάπιο σανίδι, υπολογίζω σε λάθος μέσο ή ακατάλληλο υποστηρικτή, για να πετύχω κάτι, ή τα επιχειρήματα μου σε μια συζήτηση αποδεικνύονται σαθρά: «είχε τον τάδε για οικονομικό σύμβουλο κι έχασε όλα του τα λεφτά, γιατί πάτησε σε σάπιο σανίδι». (Λαϊκό τραγούδι: δεν κράτησα, δεν κράτησα, στη ζάλη παραπάτησα, σάπιο σανίδι πάτησα, γι’  αυτό και παραστράτησα
- τον ανεβάζω στο σανίδι, βλ. συνηθέστ. τον βγάζω στο σανίδι·
- τον βγάζω στο σανίδι, τον παρουσιάζω ως ηθοποιό θεάτρου: «ο πρώτος σκηνοθέτης που τον έβγαλε στο σανίδι ήταν ο τάδε».