σανίδα, η, ουσ. [<αρχ. σανίς], η σανίδα·
- βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! με αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό, αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ. Από το ότι η βρεγμένη σανίδα αποτελούσε παλιότερα όργανο ξυλοδαρμού ή βασανισμού και ήταν βρεγμένη για να γίνονται πιο οδυνηρά τα χτυπήματα. Συνών. βέργα που στο χρειάζεται! / βίτσα που σου χρειάζεται! / βοϊδόπουτσα που σου χρειάζεται! / βούρδουλας που σου χρειάζεται! / ζωστήρας που σου χρειάζεται! / καμτσίκι που σου χρειάζεται! / κνούτο που σου χρειάζεται! / κουρμπάτσι που σου χρειάζεται! / λουρί που σου χρειάζεται! / μαγκούρα που σου χρειάζεται! / μαναβέλα που σου χρειάζεται! / ματσόλα που σου χρειάζεται! / ματσούκι που σου χρειάζεται! / ξύλο που σου χρειάζεται! / παντόφλα που σου χρειάζεται! / σκουπόξυλο που σου χρειάζεται! / σοπάκι που σου χρειάζεται! / στειλιάρι που σου χρειάζεται! / τοπούζι που σου χρειάζεται! / τσουμάκι που σου χρειάζεται(!)·
- είναι λες και κατάπιε σανίδα ή είναι σαν να κατάπιε σανίδα ή λες και κατάπιε σανίδα ή σαν να κατάπιε σανίδα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που στέκεται στητό ή περπατάει μονοκόμματο και με ψηλά το κεφάλι από έπαρση: «απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, λες και κατάπιε σανίδα ο τύπος || μόλις την είδε την πλησίασε και στάθηκε δίπλα της, σαν να κατάπιε σανίδα». Από την εικόνα της σανίδας, που είναι μακριά, ευθύγραμμη και λεπτή. Συνών. είναι λες και κατάπιε καδρόνι / είναι λες και κατάπιε σκουπόξυλο·
- είναι σαν σανίδα ή είναι σανίδα, (για γυναίκες) το κορμί της είναι χωρίς καμπυλότητες, ιδίως χωρίς καθόλου στήθος, χωρίς καθόλου βυζιά: «έχει νόστιμο προσωπάκι, αλλά κατά τ’ άλλα είναι σαν σανίδα || έχει όμορφο πρόσωπο, αλλά μπρος πίσω είναι σανίδα»· 
- σαν σανίδα σωτηρίας, το ανέλπιστο, το απρόσμενο μέσο σωτηρίας: «την τελευταία στιγμή ήρθε σαν σανίδα σωτηρίας ο φίλος μου και με γλίτωσε απ’ την καταστροφή». Από την εικόνα του ναυαγού που μετά το ναυάγιο βρίσκει και πιάνεται από κάποια σανίδα για να μην πνιγεί·
- σανίδα σωτηρίας, οτιδήποτε χρησιμοποιεί κανείς ως έσχατο μέσο διάσωσης ή διεξόδου, όταν κάθε άλλη πιθανότητα βοήθειας έχει εκλείψει: «η μόνη σανίδα σωτηρίας που βλέπω, για να μη χάσεις όλα σου τα λεφτά, είναι να παρατήσεις αυτή τη δουλειά κι όσα έχασες, έχασες».