απόχη, η, ουσ. [<μσν. ἀπόχη], η απόχη·
- πιάνω στην απόχη (κάποιον), παγιδεύω, συλλαμβάνω κάποιον για κάποια παρανομία του: «πολλοί φοροφυγάδες πιάστηκαν στην απόχη της εφορίας».