σαλιγκάρι, το, ουσ. [<σάλιαγκας + κατάλ. -άρι], το σαλιγκάρι·
- βγήκαν σαν σαλιγκάρια ή βγήκαν σαν τα σαλιγκάρια, λέγεται για ομαδική έξοδο ανθρώπων που παρατηρείται μετά την πάροδο της κακοκαιρίας και ιδιαίτερα με την εμφάνιση του ήλιου ύστερα από νεροποντή: «μόλις σταμάτησε η βροχή και φάνηκε ο ήλιος, βγήκαν όλοι έξω σαν τα σαλιγκάρια». Από το ότι μετά από τη βροχή παρατηρείται στο ύπαιθρο έντονη η παρουσία των σαλιγκαριών.