αποφράδα, η, ουσ. [<αρχ. ἀποφράς], ιδίως εύχρ. στη φρ. αποφράδα ημέρα, ημέρα πένθους και οδύνης για καταστροφικό γεγονός, που σημάδεψε τη ζωή ενός ολόκληρου λαού κατά το παρελθόν και που θεωρείται δυσοίωνη: «η 29η Μαΐου του 1453 υπήρξε αποφράδα ημέρα για τον Ελληνισμό, γιατί αλώθηκε η Πόλη από τους Τούρκους». (Τραγούδι: ποιος ξέρει τώρα να μου πει ποιαν αποφράδα μέρα, μας πήρε και μας σήκωσε ο διάολος τον πατέρα; Και οι δεσποτάδες νταχτιρντί και γύρω γύρω όλοι, μπουκάραν οι Οθωμανοί και πήρανε την Πόλη).