σαλέπι, το, ουσ. [<τουρκ. salep]. 1. παχύρρευστο μαλακτικό ρόφημα, ιδίως κατά τη χειμωνιάτικη περίοδο, που σερβίρεται πασπαλισμένο με κανέλα: «κάθε φορά που κάνει κρύο, πίνω ένα σαλέπι και νιώθω καλύτερα». 2. το αντρικό σπέρμα, το ψωλόχυμο: «καθώς έβγαινα από μέσα της, το σαλέπι μου πετάχτηκε πάνω στα σεντόνια». Από την εικόνα του αντρικού σπέρματος που είναι παχύρρευστο και έχει περίπου το χρώμα σαλεπιού·
- εδώ το ζεστό σαλέπι! ή σαλέπι ζεστό! ειρωνικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας, όπου το υπονοούμενο είναι η ερωτική πράξη.