ρύζι, το, ουσ. [<μσν. ὀρύζι(ο)ν, υποκορ. του αρχ. ουσ. ὄρυζα], το ρύζι. Το ρύζι το ρίχνουν συμβολικά οι παρευρισκόμενοι στο ζευγάρι που παντρεύεται την ώρα που ο παπάς ψέλνει το Ησαΐα χόρευε, με την ευχή να ριζώσουν στο γάμο τους, να ριζώσει ο γάμος τους·
- βράσε ρύζι, όπως έγινε η υπόθεση, δεν μπορεί να διορθωθεί, είναι χαμένη και, κατ’ επέκταση, απέτυχες: «όταν σε συμβούλευα, δε μ’ άκουγες. Τώρα που έγιναν έτσι τα πράγματα, βράσε ρύζι». Από την εικόνα του ασθενή, για τον οποίο το ρύζι αποτελεί συνήθως την ημερήσια τροφή του. (Λαϊκό τραγούδι: την τρίτη και την τέταρτη, κυρά μου, βράσε ρύζι, πάλι τις φάπες σου θα φας κι ο κόσμος ας με βρίζει). Πολλές φορές, για να δοθεί ειρωνική διάσταση, η φρ. κλείνει με το κι ας τον πούστη να σφυρίζει.