ρούφος1, ο, ουσ. [από το ουσ. ρουφιάνος], (στη γλώσσα της φυλακής) ο προδότης, ο καταδότης, ο σπιούνος, ο ρουφιάνος: «όταν έμαθαν ποιος ήταν ο ρούφος του θαλάμου τους, τον παρέσυραν στ’ αποχωρητήρια και τον έσπασαν στο ξύλο».