ρουθούνι,
το, ουσ.
[<μσν. ρουθούνιν <σπάν. ρωθώνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ῥώθων], το
ρουθούνι·
- δε
μάτωσε ρουθούνι, βλ. φρ. δεν άνοιξε ρουθούνι·
- δεν
άνοιξε ρουθούνι, η συμπλοκή ήταν αναίμακτη: «μόλις οι δυο παρέες άρχισαν να
μαλώνουν, κάποιοι πιο ψύχραιμοι μπήκαν ανάμεσά τους και τους χώρισαν, κι έτσι
δεν άνοιξε ρουθούνι»·
- δεν
άφησε ρουθούνι, (για χρήματα ή περιουσίες) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «βρήκε
μεγάλη περιουσία απ’ τον πατέρα του, αλλά δεν άφησε ρουθούνι με τα γλέντια και
τις διασκεδάσεις του». Συνών. δεν άφησε άντερο / δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο /
δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι / δεν άφησε σάλιο / δεν άφησε σπυρί / δεν
άφησε σταγόνα / δεν άφησε φλούδα·
- δεν
έμεινε ρουθούνι, α. (για χρήματα ή περιουσίες) σπαταλήθηκε
ολοκληρωτικά: «απ’ την ατράνταχτη περιουσία του πατέρα του δεν έμεινε ρουθούνι,
γιατί αυτός νόμιζε πως δε θα τέλειωνε ποτέ». β. (για εμπορεύματα)
εξαντλήθηκε, πουλήθηκε, καταναλώθηκε όλο: «δεν υπήρχε παρόμοιο είδος στην
αγορά, γι’ αυτό, μόλις το δειγμάτισε, δεν έμεινε ρουθούνι». Συνών. δεν
έμεινε άντερο / δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε κουκούτσι / δεν έμεινε
λέπι / δεν έμεινε σάλιο / δεν έμεινε σπυρί / δεν έμεινε σταγόνα / δεν έμεινε
φλούδα. γ. (για πρόσωπα) σκοτώθηκαν, αφανίστηκαν όλοι: «με την
ατομική βόμβα που έπεσε στη Χιροσίμα δεν έμεινε ρουθούνι»·
- έχει
γερό ρουθούνι, βλ. συνηθέστ. έχει γερή μύτη, λ. μύτη·
- μου
μπαίνει στο ρουθούνι, μου προξενεί ενόχληση, μου είναι ενοχλητικός: «τον
τελευταίο καιρό μου μπαίνει ο τάδε στο ρουθούνι και δεν ξέρω πώς θα απαλλαγώ απ’
την παρουσία του»· βλ. και φρ. μου μπαίνει στη μύτη, λ. μύτη·
- μου
παραμπαίνει στο ρουθούνι, μου προξενεί έντονη ενόχληση, μου είναι πολύ
ενοχλητικός: «τον αποφεύγω, όπως ο διάβολος το λιβάνι, γιατί μου παραμπαίνει
στο ρουθούνι»· βλ. και φρ. μου παραμπαίνει στη μύτη, λ. μύτη.