ρικοκό, το, άκλ. ουσ. [ίσως από συγκοπή του ουσ. βερίκοκο. Πρβλ.: χειλάκι πετροκέρασο και μάγουλο βερίκοκο, ρίκο-ρίκο-ρίκοκο ρίκοκο ρίκοκο, ρίκο-ρίκο-ρίκοκο, ρίκο-ρικοκό], ακούγεται μόνο ως βρισιά στη φρ. της μάνας σου του ρικοκό (ενν. γαμώ). Σε αντίθεση με το χάβαρο και το ροκοκό (βλ. λ.) η βρισιά αυτή αναφέρεται αποκλειστικά στη μάνα.