ρίγανη, η, ουσ. [<αρχ. ὀρίγανος], είδος αρωματικού φυτού με έντονη μυρωδιά, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική. Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε το λογοπαίγνιο που δημιουργείται από τη φρ. ρίγανη, σταμνιά, όπως διαλαλούσε ο πλανόδιος πραματευτής την πραμάτεια του με το ομόηχο ρίγανη στα μνια (= στα μουνιά). Υποκορ. ριγανίτσα και ριγανούλα, η·
- βάλ’ του ρίγανη, αν δεν αλλάξει τακτική, δεν έχει καμιά ελπίδα να φέρει σε πέρας τη δουλειά του: «αν συνεχίσει να εργάζεται με τον ίδιο τρόπο, βάλ’ του ρίγανη»·
- κολοκύθια με τη ρίγανη! βλ. λ. κολοκύθι·
- σκατά με ρίγανη! ή σκατά με τη ρίγανη! βλ. λ. σκατά.