ρέφος, ο, ουσ. [από το ρ. ρεφάρω], εύχρ. μόνο στη φρ. είμαι ρέφος, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) έχω επανακτήσει τα χρήματα που είχα χάσει κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού: «τώρα που είμαι ρέφος, μπορώ να παίξω με περισσότερη άνεση».