ρετιρέ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. retiré]. 1. διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο πολυκατοικίας με μεγάλη βεράντα και με πρόσοψη πιο μέσα από την πρόσοψη του όλου οικοδομήματος που συνήθως θεωρείται προνομιούχο και, κατ’ επέκταση, ο τελευταίος όροφος στον οποίο βρίσκεται αυτό το διαμέρισμα: «αγόρασε ένα ρετιρέ που η βεράντα είναι σχεδόν όσο όλο το διαμέρισμα». (Λαϊκό τραγούδι: ο κύριος με τα λεφτά και με το ρετιρέ, δεν ξέρει τ’ όνομά μου και με φωνάζει ρε). 2. στον πλ. τα ρετιρέ, οι προνομιούχοι δημόσιοι υπάλληλοι: «σύμφωνα με την κυβέρνηση, στον δημοσιοϋπαλληλικό κόσμο, δεν πρέπει να υπάρχουν ρετιρέ και υπάλληλοι δεύτερης κατηγορίας». Η λ. σε χρήση από το 2005· 
- σκαρφαλώνω στο ρετιρέ της βαθμολογίας, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαιρικές) είμαι πρώτος στη βαθμολογία ή είμαι κι εγώ μαζί με άλλους πρώτους: «μετά την τελευταία της νίκη η ομάδα μας σκαρφάλωσε στο ρετιρέ της βαθμολογίας»·
- τ’ αψηλά ρετιρέ ή τα ψηλά ρετιρέ, η αριστοκρατία, η πλουτοκρατία: «δεν μπορώ να τα βάλω με τα ψηλά ρετιρέ». Πρβλ. ο κύριος με τα λεφτά και με το ρετιρέ, δεν ξέρει τ’ όνομά μου και με φωνάζει ρε (Λαϊκό τραγούδι).