ρεντίκολο, το, ουσ. [<ιταλ. ridicolo], ο αξιογέλαστος, ο γελοίος, ο ρεζίλης: «δε βλέπω το λόγο να κάνω παρέα μ’ αυτό το ρεντίκολο»·
- έγινε ρεντίκολο, γελοιοποιήθηκε, εξευτελίστηκε, ντροπιάστηκε: «όσο έλειπε ο άλλος, έλεγε πως μπορούσε να τον δείρει ό,τι ώρα ήθελε, μόλις όμως φάνηκε να ’ρχεται, έγινε ρεντίκολο ο δικός σου, γιατί την κοπάνησε όπως όπως»·
- έγινε ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. φρ. έγινε ρεντίκολο των σκυλιών·
- έγινε ρεντίκολο των σκυλιών, καταγελοιοποιήθηκε, καταξεφτιλίστηκε, καταντροπιάστηκε: «μόλις μαθεύτηκε ο δεσμός του με τη γυναίκα του φίλου του, έγινε ρεντίκολο των σκυλιών»·
- κάνω ρεντίκολο (κάποιον ή κάτι), γελοιοποιώ, εξευτελίζω, ντροπιάζω κάποιον ή κάτι: «δεν μπορείς να κάνεις ρεντίκολο τον καθένα με το παραμικρό || δε σου επιτρέπω να κάνεις ρεντίκολο τα πιστεύω μου»·
- κάνω ρεντίκολο της κοινωνίας (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. κάνω ρεντίκολο των σκυλιών·
- κάνω ρεντίκολο των σκυλιών (κάποιον ή κάτι), καταγελοιοποιώ, καταξεφτιλίζω, καταντροπιάζω κάποιον ή κάτι: «με την κακή σου διαγωγή έκανες τους γονείς σου ρεντίκολο των σκυλιών»·
- τον έκανε ρεντίκολο, τον γελοιοποίησε, τον εξευτέλισε, τον ντρόπιασε: «επειδή έμαθε πως τον κατηγορούσε, τον έπιασε έξω απ’ το καφενείο και τον έκανε ρεντίκολο μπροστά στον κόσμο»·
- τον έκανε ρεντίκολο της κοινωνίας, βλ. φρ. τον έκανε ρεντίκολο των σκυλιών·
- τον έκανε ρεντίκολο των σκυλιών, τον καταγελοιοποίησε, τον καταξεφτίλισε, τον καταντρόπιασε: «μόλις αποκαλύφθηκε η κατάχρησή του, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο και τον έκανε ρεντίκολο των σκυλιών»·
- τους κάναμε ρεντίκολο, (για ποδόσφαιρο) η ομάδα μας γελοιοποίησε την αντίπαλη ομάδα, τη διέσυρε. Ο πλ. επειδή κάθε ομάδα αποτελείται από έντεκα παίχτες: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας που τους κάναμε ρεντίκολο».